- πουλλί
- το, ΝΜβλ. πουλί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πουλί — και παλ. τ. πουλλί, το, ΝΜ πτηνό («καθ ἕνα δ ἀπὸ τὰ πουλιὰ κηλάδει τὴν λαλιὰν του», Διγεν. Ακρ.) νεοελλ. 1. νεοσσός, κυρίως κότας 2. μτφ. πέος 3. φρ. α) «ελεύθερος σαν πουλί» χωρίς καμία δέσμευση ή υποχρέωση β) «τρέχει σαν πουλί» τρέχει πάρα πολύ … Dictionary of Greek
πουλερικό — και παλ. τ. πουλλερικό, το, Ν συν. στον πληθ. τα πουλερικά συνοπτική ονομασία τών κατοικίδιων πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουλί / πουλλί + κατάλ. ερικά κατά τα πεθερικά, σιδερικά] … Dictionary of Greek
πουλοκυνηγός — και πουλλοκυνηγός, ο, ΝΜ κυνηγός πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουλί / πουλλί + κυνηγός] … Dictionary of Greek
πουλολόγος — Μεσαιωνικό ποίημα του 14ου αι., γραμμένο στη δημοτική γλώσσα. Αποτελείται από 650 πολιτικούς στίχους. Ίσως το ποίημα γράφτηκε σε κάποια χώρα, της οποίας οι κάτοικοι εξοικειώθηκαν με τα φραγκικά ήθη. Ο τίτλος του ποιήματος οφείλεται στο… … Dictionary of Greek
πουλοπιάστης — και πουλλοπιάστης, ο, ΝΜ 1. ο πουλοκυνηγός 2. παροιμ. «πουλοπιάστης και ψαράς, έρημο το σπίτι τους» λέγεται για να δηλώσει ότι το επάγγελμα τού κυνηγού, καθώς και τού ψαρά, αποδίδει ελάχιστα και δεν είναι ασφαλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουλί / πουλλί +… … Dictionary of Greek